παραδόπιστος

παραδόπιστος
-η, -ο
αυτός που λατρεύει το χρήμα, ο φιλοχρήματος, φιλάργυρος, τσιγκούνης: Για μια δεκάρα, άνθρωπο σκοτώνει ο παραδόπιστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραδόπιστος — η, ο αυτός που λατρεύει το χρήμα, ο υπερβολικά φιλοχρήματος, φιλάργυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδες + πιστος (< πίστη)] …   Dictionary of Greek

  • ακριβοχέρης, -α, -ικο — παραδόπιστος, τσιγκούνης: Ακριβοχέρης όπως ήτανε, ποτέ του δε δάνειζε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακριβοχέρης — α, ικο αυτός που έχει «ακριβό χέρι», σφιχτοχέρης, τσιγγούνης, παραδόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + χέρι] …   Dictionary of Greek

  • αργυροτρώκτης — ἀργυροτρώκτης, ο (Α) αυτός που τρώει άργυρο, παραδόπιστος, πλεονέκτης (επίθ. του Ιούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + τρώκτης < τρώγω] …   Dictionary of Greek

  • παραδολόγος — ο αυτός που αποβλέπει στο χρηματικό κέρδος, παραδόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδες + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • παραδομάχος — ο παραδόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδες + μάχος (< μάχομαι)] …   Dictionary of Greek

  • φιλοχρήματος — η, ο / φιλοχρήματος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά πάρα πολύ το χρήμα, φιλάργυρος, παραδόπιστος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοχρήματον η φιλοχρηματία. επίρρ... φιλοχρημάτως Α 1. με φιλοχρηματία 2. φρ. «φιλοχρημάτως ἔχω» είμαι φιλοχρήματος (Ισοκρ.).… …   Dictionary of Greek

  • φιλοχρήματος — η, ο αυτός που αγαπάει το χρήμα, φιλοκερδής, άπληστος, παραδόπιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”